Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Τα Γιάννενα μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα σε παλιές φωτογραφίες

Ένα εντυπωσιακό φωτογραφικό οδοιπορικό στα όμορφα Γιάννενα περασμένων χρόνων
του Αποστόλη Δ. Καλαντζή
Ένα όμορφο ταξίδι θα πάμε σήμερα στα όμορφα και ρομαντικά Ιωάννινα περασμένων χρόνων, όταν στην πόλη δεν κυκλοφορούσαν σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα, δείτε στις φωτογραφίες που ακολουθούν την όμορφη λίμνη, τα παραδοσιακά κτίρια στην πόλη των Ιωαννίνων τους δρόμους και τα λιγοστά καταστήματα!
Η  πόλη των Ιωαννίνων και πρωτεύουσα της Ηπείρου είναι...
χτισμένη στις όχθες της λίμνης Παμβώτιδας. Είναι μια γραφική πόλη που συμπλέει με τον πολιτισμό και συνδυάζει μια μακραίωνη ιστορία  αλλά και μια κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική δραστηριότητα και άνθηση.

Όχι τυχαία φέρει την προσωνυμία – πόλη των γραμμάτων και των τεχνών – αφού ανέδειξε μεγάλες μορφές και στα γράμματα και στις τέχνες, με πανελλήνια και όχι μόνο, εμβέλεια. Η συμβολή τους, δε, στην αναγέννηση της χώρας μας ήταν τεράστια. Τα παραδοσιακά κτίσματα, τα μουσεία, το κάστρο, το υπαίθριο θέατρο Φρόντζου, μέσα στο πανέμορφο  δάσος της πόλης, με έντονη ιστορική και πολιτιστική αξία αποτελούν εξαίρετα δείγματα ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής. Το νησάκι της λίμνης που σήμερα κατοικείται, φαινόμενο σπάνιο παγκοσμίως, είναι ένα αξιοθέατο με τις εκκλησίες του και ό,τι απέμεινε από το σεράι του Αλή Πασά.  Το πανεπιστήμιο, τα νοσοκομεία και πληθώρα άλλων κτιρίων που φιλοξενούν αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις όλο το χρόνο μαρτυρούν την εξέλιξη της πόλης στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας αλλά και την προσπάθειά της να καταστεί κοιτίδα ανάπτυξης και ζωντάνιας, συγκεράζοντας το παλιό με το νέο, το παραδοσιακό με το σύγχρονο.
Ο  Αχιλλέας ξαναφέρνει στη μνήμη του τα Γιάννενα της δεκαετίας του ’50. Ήταν δώδεκα χρονών τότε όταν για πρώτη φορά η μάνα του τον έφερε στα Γιάννενα. Θυμήθηκε με τι δέος αντίκρισε από μακριά την πόλη. Μεγάλοι δρόμοι, σπίτια ψηλά με κόκκινες σκεπές και στα πόδια τους η λίμνη με τα λαμπροξάστερα νερά της σαν απέραντος καθρέφτης. Από κουβέντες και μολογήματα των χωριανών είχε ακούσει ότι τα Γιάννενα είναι μεγάλη πολιτεία και όχι χωριό, και ότι είχε απ’ όλα τα καλά του κόσμου που δεν τα χωράει ο νους τ’ ανθρώπου. Γαντζωμένος τότε από το χέρι της μάνας του και σαστισμένος ο μικρός Αχιλλέας δε χόρταινε να βλέπει και να παρατηρεί όλα τα καλούδια που ήταν εκτεθειμένα στις βιτρίνες των μαγαζιών.
Το σεργιάνισμα άρχισε από το Γυαλί-Καφενέ. Τι να πρωτοδεί και τι να πρωτοθαυμάσει… Μπροστά σε κάθε μαγαζί πισωτραβούσε το χέρι της μάνας του για να περιεργαστεί τα μαγαζιά…
Πρώτη στάση μπροστά σ’ ένα κουδουνάδικο. Κουδούνια μικρά και μεγάλα, λιανοκούδουνα και βαριές μπίμπες (κουδούνες), κύπρια μικρά και μεγάλα με δυο γλωσσίδια, όλα αραδιασμένα στη μόστρα, καλούσαν τους μεγαλοτσελιγκάδες που με τις στριφτές μουστάκες τους έμπαιναν στο μαγαζί για ν’ αγοράσουν την αρμάτα για τα κοπάδια τους, αφού πρώτα τα δοκίμαζαν στ’ αφτί για κάμποση ώρα. Εντύπωση έκανε στο μικρό Αχιλλέα ο κουδουνάς που στο πίσω μέρος του μαγαζιού, σφυρηλατούσε τα κουδούνια που κατασκεύαζε. Κάθε φορά μετά από δυο-τρία χτυπήματα έβαζε το κουδούνι στ’ αφτί του ώσπου να του δώσει τον ήχο που εκείνος ήθελε.
Ακριβώς δίπλα ένα κατάστημα έγραφε ΜΠΡΟΥΝΤΖΟΣ 1930. Ήταν το καμπανάδικο. Στο έμπα του μια μεγάλη καμπάνα και μέσα κρέμονταν δυο μικρότερες. Από πολύ παλαιά οι περίφημοι Γιαννιώτες καμπανάδες προμήθευαν με καμπάνες όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και όλων των βαλκανικών χωρών. Δίπλα η μεγαλύτερη καμπάνα στον κόσμο βρίσκεται στο Κρεμλίνο.
Παρέκει ήταν ένα σαμαράδικο. Οι δυο σαμαράδες καθισμένοι αντικριστά, ο ένας πελεκούσε τον ξύλινο σκελετό του σαμαριού και ο άλλος γέμιζε με τζίβα το σαμαροσκούτι. Τώρα συνειδητοποιούσε πώς γίνονται τα σαμάρια των γομαριών και των μουλαριών που τόσες φορές τα είχε καβαλήσει στο χωριό του. Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα. Το οδικό δίκτυο τότε ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς.
Παραδίπλα το τσαρουχάδικο. Στην πόρτα κρεμασμένα πολλά τσαρούχια μικρά και μεγάλα κόκκινα με μεγάλες μαύρες φούντες και στο βάθος ο τσαρουχάς μπροστά στον πάγκο του έραβε τα τσαρούχια. Και καθώς έσφιγγε τη διπλοβελονιά με τα δυο του χέρια τεντωμένα και το κεφάλι του λίγο σκυφτό του φάνηκε σα να ’κανε δέηση στον μεγαλοδύναμο.
Στη συνέχεια το γύφτικο (σιδεράδικο) και πιο ’κεί το χαλκωματάδικο. Οι μαστόροι καταγανωμένοι, γι’ αυτό ο κόσμος τους έλεγε «γύφτους», έδιναν μορφή στο μέταλλο. Τσακ. τσακ, τσακ, ακούγονταν ρυθμικά τα χτυπήματα. Οι πρώτοι χτυπώντας το πυρωμένο σίδερο στο αμόνι τους το μεταμόρφωναν σε κασμάδες, τσαπιά, δικέλλια και άλλα γεωργικά εργαλεία και πέταλα για το πετάλωμα των ζώων.  Το επάγγελμα του πεταλωτή ήταν απαραίτητο τα παλιά χρόνια από τη στιγμή που κάθε σπίτι είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, μουλάρι ή γαϊδούρι. Στο χαλκωματάδικο οι τεχνίτες  κατασκεύαζαν κατσαρόλες, ταψιά, καζάνια και άλλα σκεύη νοικοκυριού.
Στη νότια πλευρά του τζαμιού της Καλούτσιανης υπάρχει ένας πελώριος πλάτανος που στη γουβωτή ρίζα του στέγαζε δυο λούστρους, τον Κώτσιο και το Γρηγόρη. Στη νοτιοανατολική πλευρά του τζαμιού,  με το έμπα του Φθινοπώρου έστηναν το υπαίθριο εργαστήριό τους γύφτοι  που διόρθωναν καρέκλες και ομπρέλες.
Χωρίς να το καταλάβουν έφτασαν στη νότια πλευρά του Κάστρου. Όλος εκείνος ο δρόμος ήταν γεμάτος από βαρελάδικα και ξυλάδικα. Βαρέλια για τυρί, βαρέλια για κρασί, ταλάρια (ξύλινοι κάδοι) για τη γκίζα, βαρέλες για νερό, βαρελάκια, μπούτες (κάδοι που χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο), κουμπλίτσες (ξύλινα καρδάρια) κι άλλα χρειαζούμενα.
Και στο τέλος αυτού του δρόμου η Σκάλα. Στο σημείο αυτό δίπλα από τη λίμνη ήταν όλα τα ψαράδικα. Μέσα στις τσίγκινες γούρνες οι ψαράδες είχαν ολοζώντανους τους κυπρίνους και τα χέλια. Και μπροστά στον πελάτη μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι θυσίαζαν τους κυπρίνους ενώ τα χέλια τα τεμάχιζαν σε πολλά κομμάτια ενώ εκείνα ακόμα σάλευαν.
Στην πλατεία καταμεσής της πόλης ορθώνονταν το Ρολόι,  σημείο αναφοράς όλων των Γιαννιωτών. «Θ’ ανταμώσουμε στο ρολόι». Να και η Ζωσημαία παιδαγωγική Ακαδημία, το Νομαρχιακό μέγαρο και παρά δίπλα οι θερινοί κινηματογράφοι ο Ορφέας, ο Έσπερος και ο Τιτάνια που τα καλοκαιρινά βράδια οι πιτσιρικάδες παρακολουθούσαν τα καμώματα των χοντρού – λιγνού και του Τσάρλι Τσάπλιν, σκάζοντας στα γέλια.
Όλ’ αυτά ο Αχιλλέας τα ξανάφερε στη μνήμη του και ξανάνιωσε την ανείπωτη εκείνη χαρά που είχε νιώσει τότε. Τώρα τα Γιάννενα τα εύρισκε λίγο αλλαγμένα από τότε… Αλλά πάντα όμορφα και γοητευτικά.
Πηγή: Postmodern